σαρανταποδαρούσα στα αγγλικά σαρανταποδαρούσα στα γερμανικά σαρανταποδαρούσα στα ισπανικά σαρανταποδαρούσα στα γαλλικά σαρανταποδαρούσα στα εσθονική σαρανταποδαρούσα στα ουγγρική σαρανταποδαρούσα στα σλοβακική σαρανταποδαρούσα στα πολωνική
υποθέτω στα αγγλικά υλικός στα γερμανικά προσωπικό στα εσθονική καταδότης στα γαλλικά κτηνώδης στα φινλανδικά
προσωπικό εδάφους υποθέτω english υλικός ευδαιμονισμός ορισμός καταδότης αγγλικά κτηνώδης δύναμη ογκώδης άγνοια