lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υλικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cloth, corporeal, corpus, fabric, filling, linsey-woolsey, mackintosh, material, matter, physical, sackcloth, significant, stuff
υλικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
fyzický, fyzikální, hmota, hmotný, látka, materiál, materiální, námět, pletivo, podstatný, předmět, tkanina, tkanivo, tělesný, věc, věcný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
element, gewebe, körperlich, material, materie, materiell, stoff, stofflich, tuch, werkstoff, zeug
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dug, emne, fysisk, klud, legemlig, materiale, materie, materiel, stof, virke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
materia, material, paño, tejido, tela
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cotonnade, filoche, matière, matériau, matériel, physique, source, substantiel, tissu, écarlate, étoffe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fisico, materia, materiale, stoffa, tessuto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
emne, fysisk, material, materiale, materie, materiell, stoff, tøy, virke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
веществен, вещественный, вещество, материал, материален, материальный, материя, ткань
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
material, materiell, stoff, tyg, ämne
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lënda
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вещество, материал, материя
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
матерыя, матэрыял, матэрыяльны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aine, kude, riie
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aihe, aine, aineellinen, kangas, kudos
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
materija, materijal, tkanina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
alapanyag, anyag, anyagi, fizikai, készítmény, ruhaanyag, szövet, testi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
audinys, materialinis, materialus, materija, medžiaga, medžiaginis, tekstilė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corpóreo, decido, estofo, físico, material, matéria, pago, pano, substância, tecido, tela, temido
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
material
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
blago
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
materiál
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
економний, матеріал, матеріальний, тканина, тілесний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
materialny, materiał, tworzywo

Σχετικές λέξεις

υλικός ευδαιμονισμός, υλικός πολιτισμός οικονομία και καπιταλισμός, υλικός πολιτισμός, υλικός πολιτισμός ορισμός, υλικός πολιτισμός οικονομία και καπιταλισμός pdf, υλικός ευδαιμονισμός ορισμός, υλικός πολιτισμός οικονομία και καπιταλισμός 15ος-18ος αιώνας, υλικός τομέας, υλικός συνωνυμο