lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρονικογράφος στα ρωσικά

Λέξη:
χρονικογράφος (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
летописец, хроникер, хроникёр, хронист, хронограф
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά χρονικογράφος, χρονικογράφος στα ρωσικά, летописец στα ελληνικά
χρονικογράφος στα ρωσικά