lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρύπανση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contamination, despoilment, fouling, impurity, pollution
ρύπανση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kontaminace, nakažení, poluce, zamoření, znečištění
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pollution, schmutzstoff, verderben, vergiftung, verschmutzung, verseuchung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forurening, kontaminering
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contaminación, polución
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antipollution, contamination, dénaturation, encrassement, perversion, pollution, spermatorrhée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contaminazione, inquinamento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forurensning, kontaminering
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
загрязнение, заражение, засоренность, засорённость, поллюция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förorening
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замърсяване
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
забруджванне, заражэнне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
saaste
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saaste, saastuminen
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
teršimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contagio, infeccione, poluição
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забруднення, зараження, зараза, контамінація, інфекція
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
polucja, skażenie, zanieczyszczenie

Σχετικές λέξεις

ρύπανση υδάτινων συστημάτων και κυριότεροι ρυπαντές, ρύπανση του νερού, ρύπανση του εδάφους, ρύπανση περιβάλλοντος, ρύπανση νερού, ρύπανση υδάτινων πόρων, ρύπανση υδάτων, ρύπανση επιφανειακών υδάτων, ρύπανση της θάλασσας, ρύπανση ατμόσφαιρας