lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ετήσιος στα σουηδικά

Λέξη:
ετήσιος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
annuitet, årlig, årligen, årsdag
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ετήσιος, ετήσιος προγραμματισμός φυσικής αγωγής, ετήσιος προγραμματισμός σχολικής μονάδας, ετήσιος προγραμματισμός νηπιαγωγείου, ετήσιος πληθωρισμός 2013, ετήσιος πληθωρισμός 2012 ελλαδα, ετήσιος στα σουηδικά, annuitet στα ελληνικά
ετήσιος στα σουηδικά