καρακάξα στα αγγλικά καρακάξα στα τσεχική καρακάξα στα γερμανικά καρακάξα στα δανική καρακάξα στα ισπανικά καρακάξα στα γαλλικά καρακάξα στα ιταλικά καρακάξα στα νορβηγικά καρακάξα στα ρωσικά καρακάξα στα λευκορωσίας καρακάξα στα εσθονική καρακάξα στα φινλανδικά καρακάξα στα ουγγρική καρακάξα στα λιθουανική καρακάξα στα σλοβακική καρακάξα στα ουκρανικά καρακάξα στα πολωνική
προτείνω στα γαλλικά τροφοδοτώ στα ουκρανικά ονομάζω στα δανική έξη στα ιταλικά άθεος στα ουκρανικά
προτείνω αόριστος νομίζω συνώνυμο έξη ετυμολογία τροφοδοτώ βικιλεξικο είμαι άθεος