lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα ουκρανικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
борошно, годувальниця, годувати, годуватися, живлення, живіть, зачепіть, кормити, медсестра, нагодувати, нянька, няньчити, пастися, страва, харчувати, харчуйтеся, їжа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα ουκρανικά, борошно στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα ουκρανικά