lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στρατός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
army, troupe
στρατός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
armáda, vojsko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armee, heer, militär, truppe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
arme, armé, hær, militær
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ejército, hueste, mili
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
armée, troupe, troupes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
armata, esercito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arme, armé, hær, militær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
армия, войско
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
armé, försvarsmakt, här, militär
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
армия, войска
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
армія, войска
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
armee, sõjavägi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
armeija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vojska
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hadsereg, katonaság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
armija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cruzada, exército, mili, tropa
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
armată
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
армія, військо, ескадра, ескадрон, когорта
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
armia, wojsko

Σχετικές λέξεις

στρατός ξηράς, στρατός σωτηρίας, στρατός διονυσίου, στρατός και σχέση, στρατός 2014, στρατός στο βυζάντιο, στρατός κατάταξη, στρατός αντιπαριωτης, στρατός της σωτηρίας, στρατός διακοπή αναβολής