lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συνεταιρισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
co-operative, cooperative
συνεταιρισμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
družstvo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genossenschaft
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cooperativa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coopérative
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cooperativa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
andelsselskap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кооператив
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andelsförening
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кооперация
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szövetkezet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kooperatyvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cooperativa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кооператив
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
spółdzielnia

Σχετικές λέξεις

συνεταιρισμός δεη, συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός πελεκάνος, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός παραγωγών ρομπόλας κεφαλληνίας, συνεταιρισμός οδοντιατρων θεσσαλονίκης, συνεταιρισμός υδραυλικών αθήνας, συνεταιρισμός ηλεκτρολόγων χανίων, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός σαντορίνης