lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συσκέπτομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confer, deliberate, moot
συσκέπτομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
diskutovat, konferovat, rokovat, udělit, uvažovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beraten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
rådslå
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conferir, deliberar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conférer, discuter, délibérer, tenir
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rådslå
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betänksam, överlägga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskustella, neuvotella
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conferir, deliberar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
naradzać