lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έντερο στα τσεχική

Λέξη:
έντερο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
domácí, dovnitř, duševní, důvěrný, interiér, interní, niterný, pravý, skutečný, sluha, spojka, střevo, tuzemský, uvnitř, vlastní, vnitro, vnitrostátní, vnitřek, vnitřnosti, vnitřní, útroby
Σχετικές λέξεις:
τσεχική έντερο, έντερο συμπτώματα, έντερο στα αγγλικά, έντερο πόνος, έντερο παθήσεις, έντερο μήκος, έντερο στα τσεχική, domácí στα ελληνικά
έντερο στα τσεχική