lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διευκολύνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ease, enable, expose, facilitate, let, simplify, streamline
διευκολύνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dovolit, připustit, ulehčit, umožnit, usnadnit, zjednodušit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erlauben, erleichtern, ermöglichen, gestatten, lassen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
la, lette
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dejar, facilitar, franquear, permitir, posibilitar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faciliter, permettre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agevolare, consentire, facilitare, permettere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
la, lette, læta, muliggjøre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
облегчать, облегчить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förenkla, lätta, lätthet, underlätta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lejoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аблягчаць, палягчаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helpottaa, sallia
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dopustiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
lehetővé, megkönnyíteni, tenni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquiescer, consentir, facilitar, permitir
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zapnúť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дозволити, дозволяти, заспокойте, заспокоювати, заспокоїти, освітліть, полегшувати, розвантажити, розвантажтеся, розвантажувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
umożliwiać, ułatwiać, ułatwić

Σχετικές λέξεις

διευκολύνω στα αγγλικα, διευκολύνω translate, διευκολύνω συνώνυμα, διευκολύνω αντωνυμο, διευκολύνω κλιση