lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανεισμός στα τσεχική

Λέξη:
δανεισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
půjčka, úvěr, výpůjčka
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δανεισμός, δανεισμόσ και χρηματοοικονομική πίεση στα νοικοκυριά, δανεισμός χρημάτων, δανεισμός τίτλων, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός μισθωτού, δανεισμός στα τσεχική, půjčka στα ελληνικά
δανεισμός στα τσεχική