lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανεισμός στα ουκρανικά

Λέξη:
δανεισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
житло, кредит, позика, позичати, позичка, приміщення, пристосування, притулок, розквартирування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δανεισμός, δανεισμόσ και χρηματοοικονομική πίεση στα νοικοκυριά, δανεισμός χρημάτων, δανεισμός τίτλων, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός μισθωτού, δανεισμός στα ουκρανικά, житло στα ελληνικά
δανεισμός στα ουκρανικά