lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα τσεχική

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
dopravit, dávat, dělat, hodit, hotovit, hrát, konat, ovlivňovat, počít, pořídit, pracovat, provádět, provést, představovat, překládat, připravit, působit, stvořit, udělat, učinit, vykonat, vykonávat, vyrobit, vyrábět, zhotovit, zhotovovat, způsobit, ztropit, činit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα τσεχική, dopravit στα ελληνικά
δουλεύω στα τσεχική