lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα νορβηγικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
arbeide, bestille, frembringe, fremstille, gjøra, gjøre, jobb, jobba, lage, skylla, tjene, verka
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα νορβηγικά, arbeide στα ελληνικά
δουλεύω στα νορβηγικά