εκκρίνω στα αγγλικά εκκρίνω στα γερμανικά εκκρίνω στα ισπανικά εκκρίνω στα γαλλικά εκκρίνω στα ιταλικά εκκρίνω στα νορβηγικά εκκρίνω στα ρωσικά εκκρίνω στα λευκορωσίας εκκρίνω στα φινλανδικά εκκρίνω στα πορτογαλικά εκκρίνω στα ουκρανικά εκκρίνω στα πολωνική
κατανόηση στα γαλλικά καρπός στα τσεχική ογκώδης στα λευκορωσίας αιχμαλωσία στα τσεχική απρόσωπος στα τσεχική
βαβυλώνια αιχμαλωσία κατανόηση προφορικού λόγου καρπός δρύπη απρόσωπος αγγλικα ογκώδης άγνοια