lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ογκώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beamy, bulky, hefty, massive, massy, molar, solid
ογκώδης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hutný, masivní, objemný, pádný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
massig, massiv
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
massiv
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuerte, macizo, sólido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
massif, pesant, volumineux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compatto, ingombrante, massiccio, robusto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
massiv
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
громоздкий, громоздок, крепкий, массивен, массивный, объемистый, прочный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
massiv
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
масіўны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jykevä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čvrst
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szolid, tömör
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compacto, corpulento, maciço, sólido, volumoso
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
masívny
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатотомний, важкий, масивний, масований, міцний, нерівний, суворий, тяжкий, шерехатий, шершавий, шорсткий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
masywny

Σχετικές λέξεις

ογκώδησ συνώνυμα, ογκώδης βικιλεξικο, ογκώδης συνώνυμο, ογκώδης άγνοια