lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταριέμαι στα τσεχική

Λέξη:
καταριέμαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
klít, nadávat, přísahat, proklínat, proklít, zaklít, zatracovat, zatratit, zlořečit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καταριέμαι, καταριέμαι στα τσεχική, klít στα ελληνικά
καταριέμαι στα τσεχική