lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταριέμαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
καταριέμαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
amaldiçoar, blasfemar, jurar, maldizer, abominar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καταριέμαι, καταριέμαι στα πορτογαλικά, amaldiçoar στα ελληνικά
καταριέμαι στα πορτογαλικά