lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουβεντιάζω στα τσεχική

Λέξη:
κουβεντιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
brebentit, hovořit, kecat, klevetit, klábosit, konverzovat, mluvení, mluvit, povídat, promluvit, rozhovor, tlachat, vyprávět, vyzradit, štěbetat, švitořit, žvanit, žvatlat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κουβεντιάζω, κουβεντιάζω στα τσεχική, brebentit στα ελληνικά
κουβεντιάζω στα τσεχική