lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουβεντιάζω στα ουκρανικά

Λέξη:
κουβεντιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
базікання, базікати, бовтати, цвенькати, балакати, висловити, висловлювати, говорити, говоріть, розмовляти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κουβεντιάζω, κουβεντιάζω στα ουκρανικά, базікання στα ελληνικά
κουβεντιάζω στα ουκρανικά