lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λερωμένος στα τσεχική

Λέξη:
λερωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
mazat, pošpinit, špinit, umazat, ušpinit, zamazat, zašpinit, znečistit, zneuctít
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λερωμένος, λερωμένος στα τσεχική, mazat στα ελληνικά
λερωμένος στα τσεχική