lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασπρίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
ασπρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
білити, біліть, вимити, випрати, застуда, мити, митися, миття, помити, прати, простуда, ухилитися, ухилятися, ухиліться, холод
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ασπρίζω, ασπρίζω στα ουκρανικά, білити στα ελληνικά
ασπρίζω στα ουκρανικά