lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα τσεχική

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
chodit, dirigovat, dovést, hnát, jezdit, jít, namířit, nasměrovat, plout, pohánět, poslat, provádět, provést, spravovat, vodit, vést, vézt, zacílit, zaměřit, ústit, řídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα τσεχική, chodit στα ελληνικά
οδηγώ στα τσεχική