lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προβλέπω στα τσεχική

Λέξη:
προβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
obezřetnost, prognostika, prognóza, prozíravost, předpoklad, předpokládat, předpovídat, předpovědět, předpověď, předvídat, předvídavost, předvídání, tušit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική προβλέπω, προβλέπω χρόνοι, προβλέπω τον καιρό, προβλέπω το μέλλον, προβλέπω συνώνυμα, προβλέπω στα αγγλικά, προβλέπω στα τσεχική, obezřetnost στα ελληνικά
προβλέπω στα τσεχική