lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λαιμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gizzard, gorge, gullet, pharynx, throat
λαιμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chřtán, hrdlo, hrtan, krk, úžina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gurgel, hals, kehle, klamm, rachen, schlund, speiseröhre
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hals, spiserør, strube
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encañada, enjuagar, esófago, faringe, garganta, gaznate
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avaloire, gavion, gorge, gosier, goulot, pharynx
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
faringe, gola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hals, strupe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глотка, горло, горловина, зев, пищевод
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hals, strupe, svalg
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fyt, grykë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глътка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
горла, рыла
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kurk, söögitoru
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurkku, nielu, sola
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grlo, vrat, ždrijelo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
garat, gége, torok
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gerklė, kaklas, stemplė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esófago, faringe, garganta, gazeaste
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
gât
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глотка, горло, ковтати, ковтка, ковтнути, ковток, ластівка, пелька, плювок, стравохід
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gardziel, gardło

Σχετικές λέξεις

λαιμός βουλιαγμένης, λαιμός ποδηλάτου, λαιμός σέλας, λαιμός εφοπλιστής κορη, λαιμός εφοπλιστής, λαιμός εφοπλιστής wiki, λαιμός τιμονιού ρυθμιζόμενος, λαιμός ανατομία, λαιμός πόνος