lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα τσεχική

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (40):
cloumat, detašovat, drásat, kmitat, natrhat, oddělit, odloučit, odlučovat, odpojit, odtrhnout, odvelet, odvrátit, očesat, oškubat, pobavit, potrhat, párat, rozdrásat, rozptýlit, rozpárat, rozsápat, roztrhat, roztrhnout, rozvázat, rvát, servat, tahat, trhat, trhnout, utrhat, utrhnout, vibrovat, vléci, vyrvat, vytahovat, vytrhávat, vytáhnout, vyčlenit, škubat, škubnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα τσεχική, cloumat στα ελληνικά
σκίζω στα τσεχική