στέψη στα αγγλικά στέψη στα γερμανικά στέψη στα δανική στέψη στα ισπανικά στέψη στα γαλλικά στέψη στα νορβηγικά στέψη στα ρωσικά στέψη στα λευκορωσίας στέψη στα ουγγρική στέψη στα ουκρανικά στέψη στα πολωνική
σκανδαλώδης στα ουκρανικά μονός στα φινλανδικά δόνηση στα φινλανδικά εκτίμηση στα γερμανικά μοναδικός στα τσεχική
μοναδικός συνώνυμο μόνωση αγγλικά εκτίμηση ακινήτου μονός δισκοβραχίονας