στέψη στα αγγλικά στέψη στα τσεχική στέψη στα γερμανικά στέψη στα ισπανικά στέψη στα γαλλικά στέψη στα νορβηγικά στέψη στα ρωσικά στέψη στα λευκορωσίας στέψη στα ουγγρική στέψη στα ουκρανικά στέψη στα πολωνική
διοικώ στα δανική ληστεύω στα ουκρανικά στοργή στα ουκρανικά έγκυρος στα ισπανικά μαιευτική στα ουγγρική
έγκαιρος αγγλικά διοικώ ετυμολογία μαιευτική χολόσταση στοργή παπανικολάου