lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταλαντεύομαι στα τσεχική

Λέξη:
ταλαντεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (25):
balancovat, fluktuovat, houpat, klopýtnout, klátit, kmitat, kolébat, kolísat, kývat, natřásat, natřást, oklepat, otálení, otřepat, otřást, plápolat, třepat, třást, vrávorat, vytřepat, váhat, váhání, zakolísat, zalomcovat, zaváhat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ταλαντεύομαι, ταλαντεύομαι συνώνυμο, ταλαντεύομαι συνώνυμα, ταλαντεύομαι στα τσεχική, balancovat στα ελληνικά
ταλαντεύομαι στα τσεχική