lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραντάζω στα τσεχική

Λέξη:
τραντάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
drkotat, houpat, mávat, natřásat, natřást, oklepat, otřepat, otřásat, otřást, třepat, třást, vytřepat, zalomcovat, zmítat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τραντάζω, τραντάζω στα τσεχική, drkotat στα ελληνικά
τραντάζω στα τσεχική