lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υβριστικός στα τσεχική

Λέξη:
υβριστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
hanlivý, nespravedlivý, poškozující, potupný, urážející, urážlivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υβριστικός, υβριστικός στα τσεχική, hanlivý στα ελληνικά
υβριστικός στα τσεχική