lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υβριστικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
υβριστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
apóstrofe, insultante, ofensivo, ultrajante
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υβριστικός, υβριστικός στα πορτογαλικά, apóstrofe στα ελληνικά
υβριστικός στα πορτογαλικά