lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ψεκάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atomize, pulverize, spray
ψεκάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
atomizovat, rozdrtit, rozmělnit, rozprašovat, rozprášit, rozptylovat, stříkat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprühen, versprühen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pulverizar, vaporizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atomiser, disperser, pulvériser, vaporiser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polverizzare, spruzzare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
распылять
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
распыльваць, распыляць
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
spray
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pulverizar, vaporizar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випаруйтеся, марнувати, розбризкайте, розганяти, роздрібніть, розкидайте, розкидати, розпорошувати, розігнати, товчіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozpylać

Σχετικές λέξεις

ψεκάζω συνώνυμα