lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ψελλίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
falter, stammer, stumble, stutter
ψελλίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
breptat, koktat, zadrhovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stammeln, stottern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stamme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
balbucear, gaguear, pujar, tartajear, tartamudear, titubear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balbutier, bredouiller, bégayer, ânonner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
balbettare, incespicare, intoppare, tartagliare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stamma, stamme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бормотать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stamma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tankata
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dadogni, dadogás, hebegni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balbuciar, balbuciará, gaguejar, tartamudear, titubear
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dukać, jąkać

Σχετικές λέξεις

ψελλίζω συνωνυμα