lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συγκινητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doleful, moving, wistful
συγκινητικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dojemný, dojímavý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rührend, rührselig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lastimero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attendrissant
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rzewny

Σχετικές λέξεις

συγκινητικός δεσμός golden retriever υιοθέτησε ορφανό γατάκι (pics), συγκινητικός αγγλικά, συγκινητικός επικήδειος, συγκινητικός συνώνυμο