lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έγγραφο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
act, certificate, doc, document, letter, voucher, writing
έγγραφο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
akt, doklad, dokument, dějství, fungovat, hrát, jednání, konání, list, listina, průkaz, sehrát, skutek, tiket, vysvědčení, úkon, čin
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akte, aktenstück, ausweis, dokument, papier, unterlage, urkunde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
akt, aktstykke, bedrift, dokument, dåd, gerning, handling
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acta, actuar, cédula, documento, escritura, papel, representar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acte, charte, diplôme, document, instrument, jouer, papier, titre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atto, documento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akt, aktstykke, dokument, handling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
документ
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
akt, aktstycke, belägg, certifikat, dokument, handling, urkund
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akt, dokument, luaj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
документ
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дакумент
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvopaperi, asiakirja, asiapaperi, diplomi, dokumentti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dokument
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dokumentum, felvonás, irat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dokumentas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actuar, cédula, documento, escritura, representar, tramite
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
igrati
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dokument
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асигнація, банкнота, вексель, документ, законопроект, позов
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dokument

Σχετικές λέξεις

έγγραφο μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων, έγγραφο καταγγελίας σύμβασης εργασίας, έγγραφο καταγγελίας σύμβασης εργασίας ή βεβαίωση λήξης σύμβασης ορισμένου χρόνου, έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής πολίτη ε.ε, έγγραφο μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων υποδειγμα, έγγραφο τεκμηρίωσης καθεστώτος φπα, έγγραφο α21, έγγραφο παραίτησης, έγγραφο υπουργείου παιδείας, έγγραφο προδιαγραφήσ απαιτήσεων λογισμικού