lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: έμβολο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cram, crowd, hustle, jam, piston, press, squash, throng
έμβολο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dav, mela, množství, nával, píst, sběh, tlačenice, zástup
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drang, gedränge, gewühl, kolben, menge, menschenmenge
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
opløb, stempel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afluencia, apretura, aprieto, muchedumbre, multitud, pistón, émbolo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affluence, cohue, foule, fusil, piston, refouloir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calca, folla, pistone, ressa, stantuffo, stuolo, turba
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mengde, pistong, stempel, trengsel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
давка, поршень, толпа
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pistong
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бутало
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kolb
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyörinä, mäntä, tungos
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gužva
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dugattyú, tolongás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
daugybė, minia, stūmoklis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acervo, embolo, multidão, pilha, pistão
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
piest
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tłok

Σχετικές λέξεις

έμβολο κινητήρα, έμβολο σημασια, υδραυλικό έμβολο, ηλεκτρικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, μικρό έμβολο, καφετιέρα έμβολο