lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απαγορεύω στα αγγλικά

Λέξη:
απαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
ban, bar, contaminate, debar, disallow, disqualify, forbid, forbidden, infect, interdict, poison, proclaim, prohibit, proscribe, suppress, taboo, veto
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά απαγορεύω, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω μεταφραση, απαγορεύω στα αγγλικά, ban στα ελληνικά
απαγορεύω στα αγγλικά