lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα αγγλικά

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
acquire, attain, extract, obtain, qualify, derive, earn, gain, procure, profit
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα αγγλικά, acquire στα ελληνικά
αποκτώ στα αγγλικά