lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποκτώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
αποκτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
атрымоўваць, атрымліваць, захворваць, здабываць, набываць, нажываць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αποκτώ, αποκτώ συνώνυμο, αποκτώ προστακτική, αποκτώ μετάφραση αγγλικά, αποκτώ μετάφραση, αποκτώ κλίση, αποκτώ στα λευκορωσίας, атрымоўваць στα ελληνικά
αποκτώ στα λευκορωσίας