lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενική στα αγγλικά

Λέξη:
γενική (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (2):
genitive, possessive
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά γενική, γενική τράπεζα, γενική ταχυδρομική, γενική κλινική θεσσαλονίκης, γενική γραμματεία νέας γενιάς, γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική στα αγγλικά, genitive στα ελληνικά
γενική στα αγγλικά