lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γενική

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genitive, possessive
γενική
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
genitiv
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genitiv
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
genitiv
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
genitivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
génitif
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eieform, genitiv
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
генитив, родительный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
genitiv
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omastav
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
genitiv
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kilmininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
genitivo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родовий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dopełniacz

Σχετικές λέξεις

γενική ταχυδρομική, γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική τράπεζα, γενική γραμματεία δημοσίων εσόδων, γενική γραμματεία αθλητισμού, γενική γραμματεία νέας γενιάς, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία έρευνας και τεχνολογίας, γενική κλινική θεσσαλονίκης