lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοίκιο στα αγγλικά

Λέξη:
ενοίκιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (8):
rent, rental, holding, lease, leasehold, leasing, tenacity, tenancy
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ενοίκιο, ενοίκιο φορολογική δήλωση, ενοίκιο του σπιτιού, ενοίκιο ταξί, ενοίκιο που πληρώσατε για κύρια κατοικία της οικογένειας, ενοίκιο ξάνθη, ενοίκιο στα αγγλικά, rent στα ελληνικά
ενοίκιο στα αγγλικά