lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακμή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acme, apex, apical, climactic, climax, crest, crown, gable, gabled, head, height, heyday, hilltop, mount, noon, peak, pinnacle, summit, tipi, tiptop, top, utmost, zenith
ακμή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hora, hřeben, kus, lomenice, nadhlavník, temeno, vrch, vrchol, vrcholek, vrcholný, vršek, zenit, štít
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumkrone, berg, giebel, gipfel, horn, höhe, höhepunkt, spitze, zenit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bjerg, gavl, højdepunkt, klimaks, klint, spids, top, toppunkt, zenit, øverst
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apogeo, auge, cenit, cima, colmo, cresta, culminante, cumbre, cúspide, pico, punta, tope, ápice
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acmé, apogée, bout, cime, comble, couronnement, culminant, faîte, mont, pignon, période, sommet, sommité, summum, zénith
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acme, apice, apogeo, capo, cima, colmo, culmine, monte, picco, sommità, vertice, vetta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berg, fjell, fjelltopp, gavl, høydepunkt, klimaks, klint, rygg, spiss, tind, topp, toppunkt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верхушка, вершина, высший, зенит, кончик, разгар, щитовой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
höjd, höjdpunkt, klint, klätt, rygg, topp, zenit
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
majë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зенит
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
буда
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
haripunkt, seniit, tipp
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harja, huippu, huippukohta, kärki, laki, latva, latvus, loistokausi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrhunac, zenit
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csúcs, csúcspont, orom
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
viršus, viršūnė, zenitas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
auge, cima, cimo, colmo, cresta, cume, cúspide, extremidade, pico, ponta, vértice, ápice
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
culme
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vrchol
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ведучий, верх, верхній, верховина, верхівка, вершина, вищий, відмітка, каблук, крапка, кінчик, найвищий, наконечник, очко, питання, провідний, пункт, пік, точка, шпиль
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szczyt, szczytowy

Σχετικές λέξεις

ακμή θεραπεία, ακμή κύβου, ακμή ιεκ, ακμή και διατροφή, ακμή κ.ε.κ, ακμη εφήβων, ακμή και εγκυμοσύνη, ακμή συνώνυμο, ακμή στην πλάτη αντιμετώπιση, ακμή αναπτυξιακή