lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακμή στα ουκρανικά

Λέξη:
ακμή (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
ведучий, верх, верхній, верховина, верхівка, вершина, вищий, відмітка, каблук, крапка, кінчик, найвищий, наконечник, очко, питання, провідний, пункт, пік, точка, шпиль
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ακμή, ακμη εφήβων, ακμή συνώνυμο, ακμή στην πλάτη αντιμετώπιση, ακμή κύβου, ακμή και εγκυμοσύνη, ακμή στα ουκρανικά, ведучий στα ελληνικά
ακμή στα ουκρανικά