lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αλεύρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
farinaceous, flour, meal
αλεύρι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mouka, moučka, moučnatý, moučný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mehl, mehlig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
mel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
farináceo, harina
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bisaille, farinacé, farine, farineux, recoupe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farina
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mel, mjøl, potetmel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мука, мучной
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mjöl
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
miell
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брашно
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мука, пакута
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jahu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jauho, jauhot
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brašno
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
liszt
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
miltai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
farinha, farináceo, tortura
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
múka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
агонія, борошно, катування, розривання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mączny, mąka

Σχετικές λέξεις

αλεύρι ζέας, αλεύρι dinkel, αλεύρι κατηγορίας μ, αλεύρι θερμίδες, αλεύρι τύπου 70, αλεύρι αμυγδάλου, αλεύρι ντίνκελ, αλεύρι βρώμης, αλεύρι robin hood, αλεύρι που φουσκώνει μόνο του