lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αναπληρωτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acolyte, adjunct, aid, aide, assistant, attendant, coadjutor, helper, mate, rancher, subsidiary, zany
αναπληρωτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
adjunkt, asistent, náměstek, pobočník, pomoc, pomocnice, pomocník, pomocný, poradce, péče, přidělený, přispění, spolupracovník, výpomoc, výpomocný, zástupce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
assistent, beihilfe, beistand, gehilfe, handlanger, helfer, hilfe, läufer, mitarbeiter, mithilfe, unterstützung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
assistent, bistand, bistå, hjælp, hjælpemiddel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adjunto, asistente, auxiliar, ayuda, ayudador, ayudante, colaborador, edecán, socorro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjoint, aide, assesseur, assistant, auxiliaire, collaborateur, second, servante
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aiutante, assistente, ausilio, centrocampista, collaboratore, mediano, sussidio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amanuens, bistå, hjelp, medhjelper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полузащитник, помощник, помощь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amanuens, bistå, bistånd, biträde, hjälp, medhjälpare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
помощник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
памочнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
abi, abiline
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apu, apulainen, auttaja, avustaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomoćni
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
adjunktus, asszisztens, segéd
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
asistentas, padėjėjas, pagalba, pagalbininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acessório, adjunto, ajuda, ajudante, auxílio, colaborador, secundário, socorro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
ajutor, asistent
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
asistent, pomoč
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
asistent
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асистент, додатковий, допоміжний, другий, другорядний, маріонетка, мат, однокласник, по-друге, повторний, помічник, прибічник, прислужник, підкріпити, підкріпляти, підсобний, підтримати, підтримувати, секунда, співкурсник, співробітник, товариш, товаришка, учасник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pomocnik

Σχετικές λέξεις

αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρωτής υπουργός οικονομικών, αναπληρωτής πρωθυπουργός, αναπληρωτής διευθυντής σχολείου, αναπληρωτής προϊστάμενος, αναπληρωτής υπουργός, αναπληρωτής υπουργός εσωτερικών, αναπληρωτής καθηγητής απθ erasmus, αναπληρωτής καθηγητής στα αγγλικά, αναπληρωτής διευθυντής σχολικής μονάδας