lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αποταμιεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
economize, save, skimp, spar, spare
αποταμιεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
spořit, spořivý, střádat, uchovat, uspořit, ušetřit, šetřit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsparen, ersparen, erübrigen, schonen, sparen, verschonen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
spare
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahorrar, economizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ménager, respecter, thésauriser, économiser, épargne, épargner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economizzare, risparmiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bespara, spare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
копить, щадить, экономить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bespara, skona
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
säästma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
armahtaa, pitää, säästää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
beoszt, megkímél, megtakarítani, spórol, takarékoskodni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
taupyti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
economizar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ušetriť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
економити, заощаджувати, скупіться
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oszczędzać, zaoszczędzać

Σχετικές λέξεις

αποταμιεύω ταχυδρομικο ταμιευτηριο, αποταμιεύω ττ, αποταμιεύω στα αγγλικα, αποταμιεύω αγγλικά, λογαριασμός αποταμιεύω